αθράκα

αθράκα
αθρακάς, αθράκι, αθρακιά, αθράκωμα κ.λπ.: βλ. ανθράκα, ανθρακάς, ανθράκι, ανθρακιά, ανθράκωμα κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… …   Dictionary of Greek

  • θράκα — και θρακιά, η βλ. ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθράκα, μεγεθ. του αθράκι < αρχ. ανθράκιον, υποκορ. τού άνθραξ*] …   Dictionary of Greek

  • θρακόβολη — η ζεστή στάχτη φωτιάς, η οποία περιέχει μικρά κομμάτια από αναμμένα κάρβουνα, θερμοσποδιά, χόβολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρακοβόλι «το μέρος στο οποίο τοποθετείται η αθράκα» < θράκα + βόλι < βάλλω (πρβλ. χόβολη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”